τρατάρισμα

τρατάρισμα
το, -ατος
κέρασμα, τραταμέντο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρατάρισμα — το, Ν [τρατάρω] προσφορά γλυκίσματος ή ποτού, κέρασμα …   Dictionary of Greek

  • τραταμέντο — το, Ν τρατάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trattamento «υποδοχή, περιποίηση»] …   Dictionary of Greek

  • τραταμέντο — το (λ. ιταλ.), κέρασμα σε φιλοξενούμενο, τρατάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φίλεμα — το, ατος 1. μικρό φιλοδώρημα, μικρό δώρο σε ένδειξη φιλίας, κέρασμα, τραταμέντο, τρατάρισμα, πεσκέσι. 2. δώρο του γαμπρού ή του κουμπάρου στη νύφη. 3. προσφορά γεύματος, ποτού, φαγώσιμου κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”